- πενιχρότητα
- η / πενιχρότης, -ητος, ΝΑ [πενιχρός]νεοελλ.η κατάσταση ή η ιδιότητα τού πενιχρούαρχ.πενία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενιχρότητα — η η ιδιότητα, η κατάσταση του πενιχρού: Η πενιχρότητα του σπιτιού είναι ολοφάνερη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενιχρότητα — πενιχρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
ισχνότητα — η (ΑΜ ἰσχνότης) [ισχνός] αδυναμία, λιποσαρκία νεοελλ. 1. πενιχρότητα, ανεπάρκεια, ένδεια 2. μετριότητα, ασημαντότητα μσν. αρχ. 1. (για ύφος) απλότητα, λεπτότητα 2. χαμηλή ένταση φωνής, αδύνατη φωνή … Dictionary of Greek
λιτότητα — η (Α λιτότης, ητος) [λιτός (I)] 1. η ιδιότητα τού λιτού, η απλότητα, το απέριττο, η ολιγάρκεια 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο εκφράζεται αρνητικά μια έννοια ως στενότερη αυτής που υπονοείται, λ.χ.: α) «δεν είναι κακός» β) «μὴ ἀξύνετος εἶναι»… … Dictionary of Greek
λυπρότης — λυπρότης, ητος, ἡ (Α) [λυπρός] 1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα 2. (για τη γη) αγονία, αφορία … Dictionary of Greek
ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια … Dictionary of Greek
γλισχρότητα — η η ανεπάρκεια, η πενιχρότητα: Η επιχείρηση θα κλείσει εξαιτίας της γλισχρότητας των εσόδων της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισχνότητα — η το να είναι κάποιος ισχνός, λεπτότητα, αδυναμία, πενιχρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)